- ἐκδόμενος
- ἐκδίδωμιgive upaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδίδω — έκδωσα, εκδόθηκα, εκδομένος, μτβ. 1. βγάζοντας δίνω. 2. τυπώνω κάτι και το θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω, βγάζω: Εκδίδει εφημερίδα. – Η τράπεζα έκδωσε νέα χαρτονομίσματα. 3. (μεταξύ κρατών), παραδίνω αλλοδαπό εγκληματία στις αρχές τις πατρίδας,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)